Ταξίδι στην Πίνδο: «Στην κορυφή του βουνού είμαστε όλοι λευκές τίγρεις» Μέρος Α’
Hunter S. Thompson
Γράφει ο Ηλίας Μπόσμος // 08.03.2019
Ό,τι θα διαβάσετε παρακάτω είναι ένα ερωτικό γράμμα στις μικρές κοινωνίες και τη φύση της ορεινής Ελλάδας αλλά και μια κραυγή αγωνίας για μια παράδοση που σβήνει και σε λίγα χρόνια θα υπάρχει μόνο σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ποστάρονται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Φωτογραφίες: Ηλίας Μπόσμος
Δυσκολεύτηκα απίστευτα σε αυτό το εγχείρημα, δυσκολεύτηκα και στη συγγραφή του, αφού αμφιταλαντεύτηκα αρκετά σχετικά με το ύφος που πρέπει να έχει το υπάρχον κείμενο. Ημερολόγιο καταστρώματος; Ταξιδιωτικό χρονογράφημα; Προσωπικές αναμνήσεις ή αποστασιοποιημένη, «αντικειμενική» ματιά; Τίποτα από όλα αυτά.
Κίνητρο η αγάπη και η εμμονή με την Πίνδο και φυσικά τη μοτοσυκλέτα. Επιχειρώντας το χωρίς παρέα, τέλη Γενάρη-αρχές Φλεβάρη ήθελα να απολαύσω και τα δύο σε ακραίο βαθμό και κόντρα στις προβλέψεις να διασχίσω τα Τζουμέρκα με μια ασφάλτινη μοτοσυκλέτα, όπως βγαίνει από τη βιτρίνα μιας αντιπροσωπείας. Το να πάω μόνος έγινε γρήγορα μονόδρομος. Οι ακραίες καταστάσεις δημιουργούν ακραία και πρωτόγνωρα συναισθήματα και αν θέλεις να τα νιώσεις θα πρέπει να περιπλανηθείς πολύ πιο πέρα από το προσωπικό comfort zone. Κολυμπώντας στα σκοτεινά, άγνωστα νερά του εσωτερικού σου κόσμου πότε θα αισθανθείς παγωμένος από τον φόβο και πότε ότι είσαι ένα ηφαίστειο που βράζει, ικανός να μετακινήσει βουνά, μέχρι το συναισθηματικό κρεσέντο να δώσει τη θέση του στην απόλυτη γαλήνη και να νιώσεις μια ψυχική ολοκλήρωση, αφού τα πάντα, ο φόβος, οι δυσκολίες, το βάρος της ευθύνης για τους κοντινούς ανθρώπους που ανησυχούν αλλά και η χαρά από την επίτευξη του στόχου γιγαντώνονται.
Ένατη μέρα στο βουνό. Είτε πάνω στο μηχανάκι, είτε μιλώντας με τους ντόπιους, νιώθω στο φυσικό μου περιβάλλον. Κλείνω την πόρτα του καφενείου προσπαθώντας να μην τραβήξω πολλά βλέμματα, να μην κάνω θόρυβο και να ξεγλιστρήσω μέχρι το τελευταίο τραπέζι στην αριστερή γωνία. Μέρη σαν και αυτό είναι σαν χρονοκάψουλες και όταν δεν είμαι πάνω στο μηχανάκι προσπαθώ να περνάω όσο περισσότερο χρόνο μπορώ, φυσικά με την ιδιότητα του «απλού» επισκέπτη και όχι του αρθρογράφου. Ο λόγος, απλός: καμιά δεκαριά χρόνια πριν έχω ραντεβού με το συνεργείο μιας τηλεοπτικής, ταξιδιωτικής εκπομπής σε ένα καφενείο ενός κεφαλοχωριού στη Στερεά Ελλάδα. Φτάνω αρκετά νωρίτερα με το μηχανάκι και μπαίνω μέσα για καφέ. Ύστερα από κανένα μισάωρο φτάνει και το βανάκι, με τα αυτοκόλλητα του καναλιού.
Μέχρι ο παρουσιαστής, ο φωτογράφος, ο κάμεραμαν και ο ηχολήπτης να ξαποστάσουν λίγο και να αρχίσουμε τα γυρίσματα, στο καφενείο είχαν φτάσει δύο Μερσεντές με δημάρχους, αντιδημάρχους και δημοτικούς συμβούλους. Είδα ένα μέρος πολύ διαφορετικό από τις προηγούμενες ή τις επόμενες φορές. Αρχοντικά και σπίτια-μουσεία άνοιξαν, τύποι με κουστούμια ήθελαν να μας κάνουν το τραπέζι, πράγματα δηλαδή που δεν «συμβαίνουν» στον «απλό» επισκέπτη, οπότε ποιός ο λόγος να τα ενσωματώσεις σε ένα ταξιδιωτικό άρθρο; Μπορεί να έχεις λιγότερες φωτογραφίες από αξιοθέατα, όμως «πιάνεις» καλύτερα τον χαρακτήρα και τον αέρα του κάθε τόπου.
Όταν το χωριό έχει περισσότερα από ένα καφενεία, επιλέγω αυτό που μοιάζει λιγότερο ανέγγιχτο από τον σύγχρονο «πολιτισμό», αφού παρκάρω τη μοτοσυκλέτα κάπου που να μην πολυφαίνεται, εκτός και αν δεν είναι τόσο αστραφτερή ή ακριβή. Μπαίνω μέσα και υποκρινόμενος ότι μελετάω κάποιον χάρτη κάθομαι και παρατηρώ τους ντόπιους προσπαθώντας να μη νιώσουν ότι κάποιος έχει εισβάλει στον προσωπικό τους χώρο. Στόχος μου να είμαι αόρατος και να αφουγκραστώ τη σκέψη και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τα πράγματα.
Να «πιάσω» ιδιωματισμούς, προφορές και «ντοπιολαλιές» ανάλογα τον νομό, το υψόμετρο και τη γεωγραφική θέση, τις καθημερινές συζητήσεις, τη λαϊκή σοφία, τη στάση ζωής απέναντι στις δυσκολίες. Εδώ, σε αντίθεση με τα μεγάλα αστικά κέντρα και παρά το γεγονός ότι είναι η πιο φτωχή περιοχή της Ελλάδας, βλέπεις πάρα πολλούς ανθρώπους χαμογελαστούς. Απολαμβάνω να βρίσκομαι ανάμεσά τους, ίσως επειδή κάποιοι συγγενείς μου μοιάζουν πολύ με αυτούς.
Κάποιες φορές καταφέρνω και περνάω απαρατήρητος, άλλες όχι. Συνήθως ξεκινάει με την ερώτηση από πού έρχομαι και όταν μαθαίνουν ότι κάνω 400 χιλιόμετρα με καράβι και 500 με μηχανάκι όσο πιο συχνά μπορώ, για να βρεθώ στα μέρη τους, κάποιος θα τραβήξει μια καρέκλα, ζητώντας από τον καφετζή ένα άδειο σφηνοπότηρο. Είναι κάθε φορά μια μαγική στιγμή και το μοναδικό που με θλίβει είναι όταν συνειδητοποιώ ότι ο συνομιλητής δεν έχει καταλάβει τη σπουδαιότητα του μέρους του ή όταν νιώθει ότι η άποψή του δεν έχει την ίδια βαρύτητα με κάποιου που «συνέχισε τα γράμματα», δεν κάνει χειρωνακτική εργασία ή μένει στην πόλη.
Η ιστορία βαριά σε τούτους τους τόπους, στέκει από πάνω σου σαν τα υπεραιωνόβια δέντρα στις πλακόστρωτες πλατείες των χωριών. Άντρο κυνηγημένων λόγω του δύσβατου της περιοχής, με παράδοση στην αντίσταση. Από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στα χρόνια της Κατοχής (περίπου δύο χιλιάδες σπίτια, το 1/3 δηλαδή των 47 Τζουμερκοχωριών κάηκαν από τις Ορεινές Ταξιαρχίες των Ες Ες ως αντίποινα για την υποστήριξη των κατοίκων στον Αγώνα κατά του Ναζισμού) και τώρα, στις μέρες των οικονομικών πολέμων, ενάντια στις εξορύξεις πετρελαίου από τις πολυεθνικές. Πήγα σε δύο συνελεύσεις των επιτροπών αγώνων των κατοίκων, ως ελάχιστη ένδειξη αλληλεγγύης.
Είναι πια βράδυ. Ένα λευκό πέπλο έχει σκεπάσει τα πάντα τριγύρω. Η ορατότητα δεν ξεπερνάει τα πέντε μέτρα. Χιλιάδες νιφάδες έρχονται προς το μέρος μου. Νιώθω ότι είμαι αγκυροβολημένος σε έναν παγωμένο ποταμό και τα ορμητικά νερά έρχονται και φεύγουν. Κολυμπά, αλλά μένω στο ίδιο σημείο.
Έχω φύγει το μεσημέρι από το Βουλγαρέλι, όπου γίνεται μια ανοικτή κουβέντα κατά των εξορύξεων και αποφασίζω ότι με παίρνει να ανέβω στα Πράμαντα αν οδηγήσω με ροή και χωρίς διαλείμματα, όμως η απογευματινή ομίχλη και το χιόνι έριξαν δραματικά την ταχύτητα ταξιδιού. Με αυτούς τους ρυθμούς έχω άλλες δύο ώρες μέχρι τους Μελισσουργούς ή περίπου πέντε, αν αποφασίσω ότι δεν βγαίνει ούτε σήμερα και πρέπει να γυρίσω πίσω. Παίρνω μια δεξιά κατηφορική φουρκέτα με σχεδόν μηδενική ταχύτητα, με τη μοτοσυκλέτα σχεδόν κάθετη στον άξονά της. Βάζω δευτέρα και αφήνω τον συμπλέκτη, χωρίς να ανοίξω το γκάζι. Στιγμιαία ντρέπομαι λίγο που σκέφτομαι ότι θα ήθελα περισσότερο φρένο από τον V4 κινητήρα.
Φορές σαν και αυτή, βράδυ, στη μέση του πουθενά, μόνος, στους -4C, τα 20km/h φαίνονται πολλά. Τσιμπάω λίγο τη δεξιά μανέτα και περιμένω μέσα από την ομίχλη και το χιόνι να ξεπροβάλει η επόμενη στροφή. Ξανά και ξανά, ξανά και ξανά. Ο δρόμος ανηφορίζει. Είχα αποφασίσει ότι αν τυχόν o καιρός έκλεινε τελείως και δεν μπορούσα να συνεχίσω οδηγώντας ούτε μπρος, ούτε πίσω, θα άφηνα τη μοτοσυκλέτα στην άκρη του δρόμου και τότε θα έπρεπε να περπατήσω μέχρι κάποιο χωριό. Eίχα κάτσει και είχα σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο και την εναλλακτική που δεν ήταν τόσο άσχημη (ένα νυχτερινό περπάτημα στην Πίνδο μού είχε φανεί αστεία εικόνα), κουβαλώντας μαζί μου φακό κεφαλής με έξτρα μπαταρίες και μερικές σοκολάτες.
Θα υπολόγιζα με τη βοήθεια του ορειβατικού χάρτη την απόσταση και με μια μικρή μέση ωριαία ταχύτητα με το ... Πεζό 2 θα έφτανα χωρίς να χρειαστεί να κάνω διάλειμμα, να αφήσω το backpack στο έδαφος και να καθήσω οκλαδόν. Θα έπρεπε να περπατήσω όσες ώρες χρειαζόταν με κλειστή τη ζελατίνα του κράνους και τις γροθιές σφιχτές, παρά να ξαποστάσω με το φόβο να με πάρει ο ύπνος έξω, από εξάντληση. Την άλλη μέρα θα έβρισκα έναν τρόπο να επιστρέψω πάνω στην καρότσα κάποιου αγροτικού και χωρίς πληγωμένους εγωισμούς θα κατέβαινα χαμηλότερα, να ξεκουραστώ και να είμαι stand by για να ξανανέβω με καλύτερες καιρικές συνθήκες.
Στον δρόμο σκέφτομαι πόση ενέργεια και ζωντάνια έχει ένας άνθρωπος σε τέτοιες συνθήκες και πόσο στο «ρελαντί» δουλεύουμε στην καθημερινότητα, μισοκοιμισμένοι στις βατραχοπιτζάμες μας όπως έγραφε ο Τομ Ρόμπινς.
Φτάνω στους Κτιστάδες. Το φθινόπωρο του 2005, σε μια εκδρομή εδώ, λίγο πριν το χωριό και ύστερα από ολιγόλεπτη στάση, το ευρωπαϊκό μονοκύλινδρο που είχα τότε αρνήθηκε να ξαναπάρει μπροστά. Πέρασα το βράδυ φιλοξενούμενος από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Το άλλο πρωί, με τη βοήθεια και ενός νεότερου άντρα, γύρω στα 50, το φορτώσαμε σε μια καρότσα αγροτικού και κατεβήκαμε στην Πλάκα όπου ίσως κάποιος θα έριχνε μια ματιά στα ηλεκτρικά. Το επόμενο καλοκαίρι επέστρεψα στους Κτιστάδες, για να ξανασυναντήσω τον γέροντα, να πιούμε ένα τσίπουρο και να του χαρίσω μια ταμπακιέρα την οποία είχα αγοράσει επί τούτου. Ο ηλικιωμένος όμως είχε φύγει από τη ζωή. Η γνωριμία μαζί του είχε αλλάξει λίγο τον τρόπο που έβλεπα το ταξίδι αλλά και τη ζωή.
Συνεχίζεται...
Διαβάστε επίσης:
«Ένας χωματόδρομος, δυο μπουκιές και μερικές σκόρπιες σκέψεις»
H νοοτροπία του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε»...και το ενάμισι χιλιόμετρο που χρωστάω.
Ακολουθήστε το 2WO.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για την μοτοσυκλέτα από την Ελλάδα και τον κόσμο.