H νοοτροπία του «ξέρεις ποιός είμαι εγώ ρε»...
Το ταξίδι με το Honda Crossrunner συνεχίζεται
Γράφει ο Ηλίας Μπόσμος // 07.02.2019
...και το ενάμιση χιλιόμετρο που χρωστάω
Φωτογραφίες: Ηλίας Μπόσμος
Η μέρα είχε ξεκινήσει με τον καλύτερο τρόπο, ρουφώντας έναν δυνατό, καυτό ελληνικό καφέ με μαεστρία που θα ζήλευε και το πιο καλορυθμισμένο καρμπυρατέρ. Η Στρογγούλα, η Ωραία των Τζουμέρκων, περήφανη, γέμιζε τον πρωινό, χειμωνιάτικο ουρανό, με τους κάθετους χιονισμένους πύργους της να κόβουν την ανάσα. Η σχέση της κορυφής με τους κατοίκους στους πρόποδες, μάλλον θρησκευτική, ή ακόμα καλύτερα, ερωτική. Ένα τεράστιο, ολόλευκο τοτέμ σε ένα περιβάλλον απόκοσμο, με τους δικούς του κανόνες. Παρατηρείς τις Ηπειρώτισσες γιαγιάδες να σηκώνουν το περήφανο βλέμμα τους κάθε λίγο και λιγάκι και να την αγναντεύουν. Το μέτωπο τους, άγριο, σαν να χιονισμένα λούκια της βορειοδυτικής πλευράς, η προφορά τους κοφτή, σαν τα απότομα φαράγγια. Τις βλέπεις και ξέρεις ότι σε μερικά χρόνια, χωρίς αυτές, το μέρος δεν θα είναι το ίδιο. Εικόνες που θα υπάρχουν μόνο στα λευκώματα του θρυλικού φωτογράφου/λαογράφου Κώστα Μπαλάφα.
Ύστερα από οκτώ μέρες στο βουνό, ο καιρός έδειχνε επιτέλους ένα πιο φιλικό πρόσωπο. Από τους -9C, τις χιονοστιβάδες και τις καταστροφές σε υποδομές, τέλη Γενάρη, το θερμόμετρο του Crossrunner έδειχνε επιτέλους 5-7C πάνω από το μηδέν! Εκεί που λίγες μέρες πριν ακόμα και τα ημιορεινά χωριά δεν ήταν προσβάσιμα, πλέον θα μπορούσα να επισκεφτώ περισσότερα μέρη, σχεδόν όλα δηλαδή, με εξαίρεση το μαγευτικό πέρασμα του Μπάρου, τον ψηλότερο ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Ελλάδας, στα 2.000μ (ο οποίος είναι ανοιχτός μόνο από Απρίλη μέχρι Οκτώβρη) και τα ορειβατικά καταφύγια, τα οποία θα είναι αποκλεισμένα μέχρι αρχές Μάρτη. Κρίμα, και ήθελα να γνωρίσω ανθρώπους που άφησαν τις πόλεις και ζουν αποκλεισμένοι δύο μήνες τον χρόνο στα ψηλά βουνά και για τους οποίους οι ντόπιοι μιλάνε με τόση αγάπη.
Με πέντε μέρες να απομένουν μέχρι την αναχώρηση, κανείς δεν μπορούσε να μου πει αν θα είχα ξανά την ευκαιρία να οδηγήσω στο πιο απαιτητικό και μάλλον πιο απολαυστικό οδικό δίκτυο της χώρας χωρίς υγρασία, χιόνι (στον δρόμο) και ομίχλη. Μια μέρα με μια sport-touring μοτοσυκλέτα, διαιρούμενη δερμάτινη φόρμα, και έναν ορειβατικό χάρτη στο tank bag, μα πάνω από όλα με όρεξη για χιλιόμετρα και δωδεκάωρα στον δρόμο, στην καρδιά της ηπειρωτικής Ελλάδας, στην καρδιά του χειμώνα! Τόσο κοντά στην πραγματοποίηση ενός παιδικού ονείρου! Χωρίς πολλές στάσεις για φωτογραφίες, νικοτίνη, αξιοθέατα, μόνο οδήγηση όσο έχει φυσικό φως από τον πιο πάνω, πιο μέσα δρόμο, με τη μοτοσυκλέτα σχεδόν μονίμως υπό κλίση και το Vtec να μετατρέπει το Crosstourer από πειθήνιο γαϊδουράκι σε καθαρόαιμο άλογο με τη βοήθεια του στεγνού τερέν.
Πράμαντα, Καλαρρύτες, Συρράκο, ξανά Πράμαντα, Μελισσουργοί, Άγναντα, Καταρράκτης, Μικροσπηλιά και μετά στη νότια πλευρά των Τζουμέρκων: Κυψέλη, Βουλγαρέλι, Αθαμάνιο και τέλος Θεοδώριανα, χωρίς τύψεις ή δεύτερες σκέψεις για επιτόπου αναστροφές για να ξανακάνω όσα κομμάτια ήταν πραγματικά εξαιρετικά. Εκατοντάδες εσάκια κάθε είδους, κλειστά ή ανοιχτά στροφιλίκια ωρών, φουρκέτες και παρατεταμένες, υψομετρικές διαφορές, κομμάτια πότε με σκούρα, σαγρέ άσφαλτο και πότε ταλαιπωρημένη από τα εκχιονιστικά. Τι θα μπορούσε άραγε να πάει στραβά; Ο καιρός καλός, το μηχανάκι ολόφρεσκο, «Japan», έμενε μόνο να βεβαιωθώ ότι τεράστιες πέτρες ή αγελάδες δεν βρίσκονται σε τυφλές στροφές και ότι κανένα κέρασμα δεν θα περιέχει αλκοόλ.
Άτιμο πράγμα η τριβή, καθώς πολύ εύκολα δημιουργεί αλαζονεία, υπερβολική χαλάρωση, ή υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων μας. Ο αρχάριος, αν είναι λίγο έξυπνος γρήγορα θα αγχωθεί και θα προτιμήσει να μην κάνει το βήμα. Αν είναι λίγο ψιλιασμένος μάλλον δεν θα μπει σε μια πολλή φουρτουνιασμένη θάλασσα, δεν θα βγει εκτός πίστας στο χιονοδρομικό, δεν θα μπει κάτω από στενά βράχια. Θα πάει σιγά σιγά, ψαχουλεύοντας με προσοχή αν οι συνθήκες είναι κατάλληλες για τις περιορισμένες (ακόμα) δυνατότητες του. Ο έμπειρος (που είτε είναι είτε θεωρεί ότι είναι) λειτουργεί καμιά φορά λίγο διαφορετικά, κάνοντας «έμπειρα», παιδαριώδη λάθη. Έχει καταγεγραμμένους κάποιους αριθμούς στον σκληρό δίσκο του μυαλού του. Στην περίπτωση της μοτοσυκλέτας, ίσως 15-20 ώρες συνεχούς οδήγησης, 1.000χλμ με μονοκύλινδρο, 100, 200 ή 300χλμ/ώρα, βόλτα στα 2.500μ πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ένα τριπλό άλμα, ένα μηχανάκι φίλου πιο αργό από το δικό του. Πιέζουμε τα όρια, και θεωρώντας ότι έχουμε περάσει το επόμενο level, αυτόματα θεωρούμε παιχνίδι το «παρακάτω». Ισχύει; Προφανώς και όχι. Αν έχεις πάει στις Άλπεις, τα Βαρδούσια είναι πάντοτε ευκολάκι; Αν έχεις επιβιώσει στο Portimao, δεν μπορεί να γίνει στραβή στα Μέγαρα;
Ήδη μετά την Κυψέλη, το Βουλγαρέλι και το Αθαμάνιο είχα «χωθεί» στα στροφιλίκια της νότιας πλευράς των Τζουμέρκων. Η διαδρομή των τελευταίων 16 χιλιομέτρων μέχρι τα Θεοδώριανα, το τελευταίο, ορεινό χωριό σκαρφάλωνε σε μια απότομη πλαγιά, που δεν την βλέπει σχεδόν ποτέ ο ήλιος. Ο δρόμος ασφάλτινος, μίας λωρίδας, φιδίσιος, με χιόνι στιβαγμένο αριστερά και δεξιά. Μεγάλες λακκούβες μήκους δύο-τριών μέτρων και πλάτους μισού μέτρου με παχύ πάγο, ένα σωστό ναρκοπέδιο που απαιτούσε διαρκή προσοχή. Ζόρικη διαδρομή, βόλτα όμως στο λούνα παρκ σε σχέση με κάπποιες άλλες, προηγούμενων ημερών. Τα πανύψηλα έλατα λειτουργούσαν σαν φυσικές μπαριέρες. Η τελευταία εμφάνιση πολιτισμού καμια δεκαριά χιλιόμετρα πιο κάτω, δηλαδή ...40 λεπτά πριν. Η θερμοκρασία, στις 14:30, στους 2C. Το σκηνικό απόκοσμο, με δέκα κορυφές άνω των 2.000 και την Πυραμίδα, στα 2.400μ, να δημιουργούν ενα σεληνιακό τοπίο. Έμενε να διανύσω τον αλπικό αυχένα, μήκους 1,5χλμ περίπου, στα 1.400 μέτρα και ύστερα «τσουπ», άλλα τέσσερα χιλιόμετρα, κατηφορίζοντας προς το ψηλότερο χωριό της περιοχής, στα 1.100μ, στην νοτιο-ανατολική Πίνδο, εκεί που οι άγριες κορυφές, σαν φυσικά σύνορα χωρίζουν την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Στάση για δύο-τρεις φωτογραφίες, και πάλι γρήγορα πάνω στο Crossrunner. Στα δυτικά ο Αμβρακικός κόλπος, στα ανατολικά τα χωριά του Ασπροποτάμου, πιο πέρα η Ελάτη και το Περτούλι, νότια τα παραποτάμια χωριά του Αράχθου και νοτιο-ανατολικά τα Άγραφα. Μέρη γνώριμα λόγω καταγωγής αλλά και από προηγούμενες διασχίσεις με τον ΣΥΜΟΦΕ, με τα παιδιά από το 0-300 ή μόνος. Μια αριστερή ανηφορική φουρκέτα, στη συνέχεια ένα εσάκι, μετά άλλη μια αριστερή στροφή, μέχρι να κατηφορίσει και πάλι ο δρόμος στο χωριό. Σε ένα εικοσαλεπτάκι σκάμε στο πιο απομακρυσμένο χωριό, αρχές Φλεβάρη, σόλο, με ασφάλτινη μοτοσυκλέτα. Εpic shit δικέ μου!
Ξαφνικά μια ριπή αέρα ταράζει την μοτοσυκλέτα, με το που εμφανίζεται στην είσοδο της στροφής. Διασχίζω μερικά μέτρα, έρχεται άλλη μια, μάλλον πιο δυνατή. Νιώθω ότι το ογκώδες μοτοσυκλετιστικό backpack έχει μεγάλη πλαϊνή επιφάνεια και άρα είναι κακή ιδέα, αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Η μοτοσυκλέτα ταράζεται τόσο που νομίζεις ότι κάποιος έχει πιάσει τις χειρολαβές του συνεπιβάτη και προσπαθεί να σε ρίξει. Ενστικτωδώς στρέφω το μπροστινό μέρος προς την κατεύθυνση από την οποία έρχεται ο αέρας για να χτυπάει σε μικρότερη επιφάνεια (αν υπάρχει μια πλευρά η οποία έχει σχεδιαστεί να δέχεται αέρα αυτή είναι σίγουρα το φέρινγκ), σβήνω το μοτέρ, αφήνοντας ταχύτητα στο κιβώτιο και βάζω σταντ. Από που ήρθε τώρα αυτό ρε γαμώτο; Ο αέρας ήταν το τελευταίο πράγμα που είχα σκεφτεί ότι μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα εκείνη την ημέρα. Είχε και πιο πριν, απλώς έχοντας για τόσα χιλιόμετρα τα βουνά στα βόρεια δεν το είχα συνειδητοποιήσει; Άλλαξε ο καιρός ξαφνικά, όπως συμβαίνει συνέχεια σε μεγάλο υψόμετρο; Ένας συνδυασμός και των δύο; Μικρή σημασία είχε την ώρα εκείνη. Για τα επόμενα πέντε ή δέκα λεπτά, καθισμένος στα γόνατα, πιέζοντας το αριστερό γκριπ προς τα κάτω, με τις βαθιές ανάσες να θολώνουν την κλειστή ζελατίνα του κράνους νευρίασα με τον εαυτό μου που δεν «άκουσα» το Βουνό από πιο νωρίς. Νέμεση είπαμε, ε; Χάρηκα. Ήταν 9 μποφόρ; Ήταν 10; Το βράδυ στις ειδήσεις πάντως είπαν για ακραία καιρικά φαινόμενα και τότε συνειδητοποίησα την κατάσταση.
Η αδρεναλίνη στα κόκκινα. Στιγμιαία σκέφτηκα ότι με πέντε-έξι διαλείμματα ίσως μπορέσω να κάνω εκείνο το 1,5χλμ. Κάθισα οκλαδόν, βλέποντας τον ουρανό και προσπαθώντας να προβλέψω αν ήταν κάτι στιγμιαίο ή κάτι που δυναμώνει. Στιγμιαία γέλασα όταν συνειδητοποίησα ότι πρέπει να ήμουν πολύ αστείο θέαμα να κάθομαι φορτωμένος στη μέση του πουθενά όπως θα καθόταν κάποιος για να ψήσει κοψίδια σε ένα τζάκι. Ήταν κάτι παροδικό; Ήταν κάτι πιο μεγάλο από τις δυνατότητες μου; Ήταν όντως πιο δύσκολα από άλλες φορές ή απλώς μεγαλώνουμε; Κοίταξα καλά εκείνες στις τρεις στροφές, το μοναδικό απροστάτευτο κομμάτι από τον αέρα. Ήταν μόνο ένα «μπραφ», σαν να θέλεις να τρέξεις από τοίχο σε τοίχο σε αγώνα paintball ελπίζοντας ότι δεν θα σε πετύχουν. Και μετά; Στην επιστροφή; Τι να κάνω ρε γαμώτο; Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα ότι τα χιλιόμετρα στους αυχένες των Δολομιτών, 1000μέτρα πιο ψηλά από το σημείο που βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή δεν αποτελούσαν «εγγύηση». Η κατάσταση εκείνη τη στιγμή απείχε πολύ από το να χαρακτηριστεί «ζόρικη αλλά ωραία φάση». Ένιωσα ότι τα Θεοδώριανα δεν ήταν μονόδρομος, μπορούσα να κάνω αναστροφή χωρίς πικρίες, ντροπές ή πληγωμένους εγωισμούς. Αποφάσισα να γυρίσω πίσω, χωρίς να νιώσω άσχημα που δεν θα τα είχα καταφέρει. Μου πήρε κανένα δεκάλεπτο να γυρίσω τη μοτοσυκλέτα, προσπαθώντας να υπολογίσω την περιοδικότητα των ριπών, χρησιμοποιώντας το σταντ ως μοχλό για να την στρέψω 90μοίρες. Στη συνέχεια, με το ρεζερβουάρ στα πλευρά, έχοντας τη μοτοσυκλέτα στο πλάι, από την πλευρά που ερχόταν ο αέρας, περπάτησα σημειωτόν δίπλα της αφήνοντας σιγά σιγά τον συμπλέκτη, με προσοχή να μην κάνω μεγάλα βήματα και γλιστρήσω και σκάσει πάνω μου.
Μέχρι να πάρουμε τη στροφή και να προστατευτούμε κάπως από τον αέρα μου φάνηκε ότι πέρασαν αιώνες.
Όταν πια είχα πάρει τον δρόμο της επιστροφής, ανάμεσα στα πυκνά έλατα ο καιρός είχε κλείσει τελείως. Η κορυφή δεν φαινόταν καθόλου και ριπές αέρα έφερναν μέχρι κάτω, στο χωριό, μεγάλες ποσότητες χιονιού. Μπήκα σε ένα καφενείο και παρήγγειλα καφέ, κοιτάζοντας το μέρος στο οποίο βρισκόμουν λίγη ώρα πριν. Ρούφηξα λίγο καφέ και σκέφτηκα ότι για τις επόμενες μια-δυό μέρες θα έπρεπε να περάσω περισσότερη ώρα στα καφενεία και λιγότερη στα βουνά. Επέστρεψα στη βάση με ένα χέρι στο τιμόνι και 30χλμ/ώρα, κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο από τον κάμπο που είχε ηλιοφάνεια και 19C. Το βράδυ έκατσα και άραξα μπροστά στο τζάκι, όλος χαρά που νωρίτερα το απόγευμα πήρα την σωστή απόφαση.
Αν θέλουμε να ανηφορίζουμε μέχρι τα βαθιά γεράματα ας μην ξεχνάμε ότι οι μικρές μαλακίες είναι ok, αλλά όχι οι μεγάλες.
Υ.Γ. Εκείνο το ενάμιση χιλιόμετρο πάντως, ακόμα το χρωστάω. Ίσως μια άλλη φορά.
Ακολουθήστε το 2WO.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για την μοτοσυκλέτα από την Ελλάδα και τον κόσμο.