Δοκιμή Moto Guzzi V7 III Stone: Μια βόλτα στον χρόνο
Μια γνήσια Ιταλίδα με διαχρονική ομορφία
Γράφει ο Περικλής Ντεβές // 26.10.2017
Είναι όμορφη και συνάμα κλασική, όπως στα παλιά τα χρόνια που οι μοτοσυκλέτες δεν είχαν πολλά-πολλά ώστε να δείχνουν ομορφότερες!
Κουβαλάει στις ρόδες της ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορικής ιταλικής φίρμας η οποία μεταφέρεται στον θεατή και ιδίως στον αναβάτη της με τον πιο αυθεντικό τρόπο
Είναι μια μοτοσυκλέτα με χαρακτήρα και σαν γνήσια Ιταλίδα διαχρονικά όμορφη. Η νέα V7III Stone έχει δεχτεί πολλές αισθητικές παρεμβάσεις αλλά και ηλεκτρονικές, όπως ορίζει η εποχή. Τα χρωμιωμένα μέρη που διέθετε η προκάτοχός της ανήκουν στο παρελθόν. Η V7 III είναι λιγότερο φανταχτερή. Το μαύρο ματ στο οποίο είχε «βουτηχτεί» πριν τοποθετηθεί το ρεζερβουάρ της καλύπτει όλα τα μέρη της, μεταλλικά και μη, διαφοροποιώντας τη από τις άλλες εκδόσεις, χωρίς παράλληλα να απαρνιέται την ένδοξη ιστορία των 50 χρόνων που κουβαλάει μαζί της.
Ιταλίδα με τα όλα της
Η V7 είναι η πιο πετυχημένη εμπορικά μοτοσυκλέτα της Moto Guzzi. Αυτή είναι μια διάκριση που την κέρδισε λόγω του ότι παρέμεινε πιστή στις προσδοκίες και την ιστορία της, πράγμα που εκτιμήθηκε από το μοτοσυκλετιστικό κοινό ανά τον κόσμο και έχρισε την V7 μοτοσυκλέτα θρύλο.
Από το 1967, που τα πρώτα μοντέλα κυκλοφόρησαν στους ιταλικούς δρόμους, έγινε ο πυλώνας της φίρμας του Mandello de Lario. Πενήντα χρόνια μετά η Moto Guzzi παρουσιάζει την 3η έκδοση της V7. Η πρόκληση για τη δημιουργία μιας νέας έκδοσης της ιστορικής αυτής μοτοσυκλέτας -που για πολλούς είναι το σήμα κατατεθέν των ιταλικών μοτοσυκλετών- με τόσο πλούσια εμπορική και αγωνιστική κληρονομιά ήταν το πιο δύσκολο κεφάλαιο στη δημιουργία της.
Παρ’ όλα αυτά η Moto Guzzi δημιούργησε με επιτυχία μια entry level μοτοσυκλέτα τόσο για το ανδρικό όσο και για το γυναικείο κοινό που απευθύνεται σε όσους θέλουν να κατέχουν περήφανα μια από τις πιο ιστορικές μοτοσυκλέτες που κατασκευάστηκαν ποτέ στο Mandello.
Λιτή και απέριττη
Ας αρχίσουμε με τα πράγματα που έχουν μείνει ίδια. Το χαρακτηριστικό στρογγυλό φανάρι της που τείνει να εκλείψει από τις μοτοσυκλέτες του σήμερα, το μεταλλικό ρεζερβουάρ που παραμένει ίδιο σχεδιαστικά από την V7 Sport του 1971 και αν μη τι άλλο… το στυλ της.
Τα πάντα επάνω της είναι απλά, όπως και τότε που δεν υπήρχαν πολλά-πολλά παρά μόνο ζαντολάστιχα, πλαίσιο, μοτέρ και σέλα και όμως αυτά ήταν αρκετά για να γράψει ιστορία. Έτσι και σήμερα η V7III εκπροσωπεί το ένδοξο παρελθόν μπαίνοντας δυναμικά στο μέλλον που θέλει όλο και περισσότερα ηλεκτρονικά και gadgets να «στοιχειώνουν» τις μοτοσυκλέτες.
Το πρώτο πράγμα που τραβάει τα βλέμματα είναι αναμφισβήτητα το 21 λίτρων μεταλλικό ρεζερβουάρ σε κίτρινο ματ χρώμα «Giallo Energico». Πραγματικά αυτό και μόνο αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για να την αποκτήσει κάποιος, με τον μαύρο V2 κινητήρα να σε «κλειδώνει» μέσα της. Πέραν του κλασικού στυλ που τη διακατέχει απ’ άκρη σ’ άκρη είναι και λίγο προκλητική, μιας και τα σωθικά της είναι σε κοινή θέα. ΗV7 III διατηρεί τη φυσιογνωμία του αρχικού μοντέλου ανέπαφη, με τον «αετό» να πετάει τόσο στο ρεζερβουάρ, όσο και στο μπροστινό κοντό φτερό της διατηρώντας έναν σχηματικό διάλογο ανάμεσα στο παρελθόν και στις σύγχρονες απαιτήσεις της μοτοσυκλέτας.
Είναι πιο ώριμη και δυνατή από την προκάτοχό της, μια αίσθηση που οφείλεται στον μεγάλο V2 κινητήρα και στους μεγάλους λαιμούς για τον κάθε έναν κύλινδρο, με τις μαύρες χυτές ζάντες να σου τονίζουν την αίσθηση αυτή έναντι των παλιών ακτινωτών.
Υπάρχουν ακόμη κάποιες λεπτομέρειες που την κάνουν ξεχωριστή, όπως η βιδωτή τάπα αλουμινίου που κλειδώνει- δεν είναι πια «χωνευτή», αλλά εξέχει όμορφα επάνω στο ματ ρεζερβουάρ. Επίσης, τα πιο κομψά πλαϊνά ματ καλύμματα που φέρουν το όνομα αυτής, καθώς και η νέα σέλα που διαθέτει αποκλειστικά για την έκδοση Stone χειρολαβή για τον συνεπιβάτη αλλά και τα ολοκαίνουργια γραφικά για κάθε έκδοση.
Για την έκδοση Stone το κοντέρ είναι μόνο ένα (στις εκδόσεις Special, Anniversario και Racer υπάρχει και στροφόμετρο) και αναλογικό, ενώ όλες οι άλλες πληροφορίες περιλαμβάνονται στη μικρή ψηφιακή οθόνη που βρίσκεται στη βάση του.
Ειδικότερα παρέχονται πληροφορίες για χιλιομετρητή, μερική και «καθημερινή» οδήγηση (επαναρυθμίζεται αυτόματα οκτώ ώρες μετά την απενεργοποίηση), χρόνο ταξιδιού, στιγμιαία και μέση κατανάλωση, θερμοκρασία περιβάλλοντος, μέση ταχύτητα και το επίπεδο MGCT (Moto Guzzi Traction Control ρυθμίζεται σε δύο θέσεις), καθώς και για την ένδειξη σχέσης του κιβωτίου ταχυτήτων. Το πάντρεμα όλων των στοιχείων, κλασικών και μοντέρνων, έχει γίνει με ευλάβεια και προσοχή ακόμη και στις πιο μικρές λεπτομέρειες που χαρίζουν μια απλή και συνάμα όμορφη μοτοσυκλέτα.
Όλα στη φόρα
Ο μπάσος ήχος του V2 των 744κ.εκ. είναι ακριβώς μπροστά από τα γόνατά σου τοποθετημένος χαμηλά. Οι μεταλλικές νότες που βγαίνουν από αυτόν γράφουν ολόκληρη συγχορδία που πλαισιώνει το νέο-κλασικό σύνολο, με το χαρακτηριστικό του σφύριγμα να κάνει τα κεφάλια να γυρνάνε. Σαν ένα μεταλλικό γλυπτό σύγχρονης τέχνης ο εγκάρσια τοποθετημένος V2 της Guzzi στη μικρότερή του έκδοση είναι πλέον δυνατότερος με τη μέγιστη ισχύ να έχει αυξηθεί κατά 10% φθάνοντας τους 52 ίππους στις 6.200 σ.α.λ., ενώ η μέγιστη ροπή φτάνει τα 60Nm στις 4.900 σ.α.λ με μια γλυκιά καμπύλη ροπής που υπόσχεται ευκολία στη χρήση και σβέλτη οδήγηση. Οι αλουμινένιες κυλινδροκεφαλές, τα έμβολα και οι κύλινδροι είναι εντελώς νέα, όμως οι τιμές των χαρακτηριστικών τους είναι ίδιες με αυτές της V7 II, όπως και ο κυβισμός. Όλες οι αλλαγές έγιναν με γνώμονα τις υψηλότερες επιδόσεις αλλά και την αξιοπιστία. Το εξατάχυτο κιβώτιο που εισήχθη σε αυτή τη μορφή πρώτη φορά στη V7 II είναι ακριβές και αθόρυβο. Μόνο που στην 3η έκδοση διαθέτει διαφορετικά γρανάζια πρώτης και έκτης ταχύτητας, κάτι που το καθιστά πιο «βολικό» και εκμεταλλεύσιμο ως προς την ισχύ και τη ροπή του κινητήρα.
Οι εξατμίσεις είναι δύο και αυτές κατάμαυρες και βοηθούν στην καλύτερη απαγωγή της θερμότητας βελτιώνοντας την ήδη «δροσερή» αύρα που υπάρχει γύρω από τον αερόψυκτο V2. Ακόμα και μέσα στο καλοκαίρι δύσκολα θα «καείς» από αυτόν.
3rd Generation
Η νέα V7III Stone δεν έχει δεχθεί πολλές αλλαγές στον τομέα του πλαισίου, ωστόσο εμφανίζει κάποιες ουσιώδεις διαφορές σε σχέση με τη δεύτερη γενιά. Όντας ήδη στιβαρό και ανθεκτικό το πλαίσιο της V7III διατήρησε τα βασικά χαρακτηριστικά του, όπως την αποσυναρμολογούμενη διπλή βάση αλλά και την κατανομή βάρους.
Οι αλλαγές που δέχθηκε αφορούν το μπροστινό μέρος που αναβαθμίστηκε και ενισχύθηκε πλήρως διαθέτοντας νέα γεωμετρία με αποτέλεσμα τον καλύτερο χειρισμό και σταθερότητα τονίζοντας τον «βολτάδικο» και πολύπλευρο χαρακτήρα της.
Το πιρούνι διαμέτρου 40χιλ. σε πληροφορεί επαρκώς έχοντας μήκος διαδρομής 130χιλ. με μαλακή λειτουργία και προοδευτικό βύθισμα. Σου επιτρέπει να κινηθείς τόσο σε ρυθμούς βόλτας όπου αποδίδει τα μέγιστα, αλλά και σε σβέλτους ρυθμούς χωρίς να παρεκτραπείς.
Για την πίσω ανάρτηση της V7 III φροντίζουν τα νέα μεγάλα διπλά μαύρα αμορτισέρ της Kayaba, διαδρομής 80χιλ., που διαθέτουν ρύθμιση προφόρτισης ελατηρίου και σφικτή αίσθηση. Παρ’ όλα αυτά, η ομαλή λειτουργία τους εξασφαλίζει άνεση κατά τη διάρκεια της οδήγησης με τις ανωμαλίες να ταράσσουν τη σχετική ηρεμία λόγω της μικρής διαδρομής αλλά και του χαμηλού στησίματος της V7III.
Η ανανέωση της βασικής σχεδίασης του πλαισίου συμπληρώνεται από την «περίεργη» τοποθέτηση του πίσω φρένου δοχείου υγρών του πίσω φρένου που είναι στο ίδιο σημείο με το λεβιέ. Προκαλεί εντύπωση τόσο ο περίεργα όμορφος σχεδιασμός του, αλλά και η πολύ σκληρή αίσθηση που έχει ο λεβιές του πίσω φρένου. Καταφέρνει να φρενάρει ουσιαστικά τη μοτοσυκλέτα, απλά χρειάζεται να εξοικειωθείς με τον τρόπο που πρέπει να το πιέζεις. Το μπροστινό δισκοφρένο έχει διάμετρο 320χιλ. με δαγκάνα της Brembo.
Έχει προοδευτική λειτουργία και η αίσθηση στην μανέτα είναι «ελαστική». Το ABS να είναι απλός παρατηρητής και να ενεργοποιείται μόνο όταν πρέπει. Στο σύνολο το φρενάρισμα της V7 III είναι άμεσο και προοδευτικό, αρκεί να εμπιστευτείς πρώτα το πίσω φρένο που σε ξενίζει με τη σκληρότητά του και δεν θα απογοητευτείς.
Πάμε μια βόλτα
Οδηγικά η V7 III είναι μια μοτοσυκλέτα που σου παίρνει τις έννοιες και τα προβλήματα της καθημερινότητας απλά και μόνο με τον μπάσο ήχο της. Ο βολτάδικος χαρακτήρας της εξισώνεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από το σύνολό της. Οι νέες εργονομικές αλλαγές παράλληλα καθιστούν τη νέα V7IIΙ ικανή να δεχθεί ένα μεγάλο εύρος αναστημάτων. Η άνετη θέση οδήγησης έχει επιτευχθεί χάρη στην επανατοποθέτηση των επίσης νέων αλουμινένιων μαρσπιέ χαμηλότερα και πιο μπροστά σε σχέση με του προηγούμενου μοντέλου. Ως αποτέλεσμα αυτών, η σέλα έχει χαμηλώσει και είναι στα 770χιλ. Όσο για τις ανασχεδιασμένες κεφαλές που τοποθετήθηκαν πιο μπροστά σε σχέση με τις παλαιότερες σού εξασφαλίζουν μια άνετη θέση οδήγησης στην καθημερινή μετακίνηση εντός της πόλης. Η βόλτα είναι το δυνατό σημείο της και χαίρεσαι όσο και αυτή όταν βολτάρετε είτε μόνος, είτε με συνεπιβάτη.
Μετά τα 150χ.α.ώ. κάνεις… μονόζυγο στο τιμόνι της μια και ο αέρας που δέχεσαι από τη γυμνή V7III είναι όλος δικός σου, ωστόσο θα κινηθεί και σε γρήγορους ρυθμούς εάν της το ζητήσεις. Θέλει μονάχα να την εμπιστευτείς, και θα το κάνεις, αφού σου έχει δείξει πως είναι άξια για αυτό. Η πίεση και οι απότομες-γρήγορες εναλλαγές κατεύθυνσης είναι μέσα στο παλμαρέ της. Στρίβει και παραμένει σταθερό ακόμα και όταν ο δείκτης του κοντέρ ξεπεράσει τα 180χ.α.ώ.
Οι παράγοντες που θα του κατευνάσουν τα άγρια ένστικτα για κυνήγι και πίεση είναι η σχετικά αργή γεωμετρία και πάνω από όλα ο χαρακτήρας της- μετά τις πρώτες απότομες αλλαγές κατεύθυνσης θα δείξει την προτίμησή της στις απαλές γραμμές και τις ανοιχτές καμπύλες.
Arrivederci!
Καμαρώνεις ακόμη και τη σκιά σας στον δρόμο με το ηλιοβασίλεμα να πέφτει αργά από πίσω σας, ενώ απολαμβάνεις τη συγχορδία από τις πιστονιές και τις βαλβίδες να ηχούν μέσα στα αυτιά σου. Όλα κυλούν ομαλά με την ηχητική υπόκρουση του V2 να ενορχηστρώνει τη βόλτα με την V7III η οποία είναι μια μοναδική εμπειρία όχι γιατί προσφέρει τις απόλυτες επιδόσεις ή τον high-end εξοπλισμό αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Σε μεταφέρει νοητά και μη πίσω στο ένδοξο παρελθόν της Moto Guzzi όπου οι μοτοσυκλέτες ήταν απλές και το μόνο που ήθελαν για να τις ευχαριστηθείς ήταν ένα γεμάτο ρεζερβουάρ και βόλτα. Καθώς την οδηγείς μέσα στο μυαλό σου το παλιό συναντάται με το νέο και ο αετός της Moto Guzzi απλά… σε ταξιδεύει.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
|
|
Αντιπροσωπεία | Piaggio Hellas |
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ | Τετράχρονος, αερόψυκτος, δικύλινδρος |
Κυβισμός (cc) | 744 |
Διάμετρος x Διαδρομή | 80x74 |
Συμπίεση | Δ/Α |
Σύστημα εξαγωγής | 2 σε 2 |
Εκκίνηση | Μίζα |
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ | |
Ισχύς εργοστασίου (HP/rpm) | 52/ 6.200 σ.α.λ. |
Ροπή εργοστασίου (Kgm/rpm) | 6/4.900 σ.α.λ. |
Κατανάλωση (lt/100km/h) | 5,4 |
Ακολουθήστε το 2WO.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για την μοτοσυκλέτα από την Ελλάδα και τον κόσμο.