Δοκιμή Honda Super Cub 125 Back to the future
Δεν έχει να αποδείξει τίποτα και δεν έχει να πείσει κανέναν
Γράφει ο Ηλίας Μπόσμος // 02.08.2019
«Η παράδοση δεν είναι για να μπαίνει στα μουσεία ρε Κώστα, αλλά δεν μπορώ και να βλέπω κάποιους να την αρμέγουν συνέχεια»...
Φωτογραφίες: Ηλίας Μπόσμος, Φώτης Μανουσάκης, Eλένη Κούρτη
Τα τραπέζια στο ροκάδικο είναι κολλητά και η ζέστη, αυτό το βράδυ του καλοκαιριού, αποπνικτική. Το τραγούδι που ακούγεται είναι ένα κλασικό ψυχεδελικό των seventies, που θυμίζει λειτουργία δίχρονου κινητήρα. Η ήρεμη εισαγωγή δίνει ξαφνικά τη θέση της σε ένα ξέσπασμα από drums, μπάσο και δύο κιθάρες. Μέχρι τότε, τα ηχητικά κύματα από το πίσω τραπέζι, που σχολιάζει το πάντρεμα της ηπειρώτικης μουσικής με το metal, φτάνουν στα αυτιά μου.
«Η παράδοση δεν είναι για να μπαίνει στα μουσεία ρε Κώστα, αλλά δεν μπορώ και να βλέπω κάποιους να την αρμέγουν συνέχεια»...
Γούρλωσα τα μάτια και έχοντας ακόμα τη τελευταία γουλιά από τη χλιαρή μπύρα στο στόμα, άφησα σιγά σιγά το άδειο ποτήρι στο ξύλινο τραπέζι και με την πρόφαση ότι ψάχνω τη σερβιτόρα για να πληρώσω, προσπάθησα να δω από που βγήκαν αυτές οι λέξεις. O τύπος, κοντός, ξερακιανός, σίγουρα κάτω από τα 20, καταχωρήθηκε στο κεφάλι μου σαν εκείνα τα μικροσκοπικά καβούρια των ωκεανών που έχουν την πιο δυνατή γροθιά στο ζωικό βασίλειο, σπάζοντας τα όστρακα για να τα φάνε μετά. Πλήρωσα και έφυγα, έχοντας ακόμα τις λέξεις του στο κεφάλι μου.
Λίγες ώρες πριν, στον καναπέ ενός κομμωτηρίου πιάνω να ξεφυλλίσω ένα γυναικείο περιοδικό μόδας (!) μέχρι να έρθει η σειρά μου να κουρευτώ και προσπαθώ να μη με πιάσουν τα γέλια ενώ γνέφω όπως ο Ζαμπούνης σε μια τύπισσα με εφαρμοστό ταγιέρ που με κοιτάζει γεμάτη απορία. Στις πρώτες σελίδες, το τεύχος έχει αφιέρωμα στον Κarl Lagerfeld, εκείνον τον μαυροφορεμένο τύπο με την λευκή κοτσίδα που απογείωσε (λέει) την εταιρεία της Coco Chanel, μετά τον θάνατο της-ορίστε και η άχρηστη πληροφορία της ημέρας. Το μάτι πέφτει σε ένα τσιτάτο, από μια πιασάρικη ατάκα που είχε πει. «Δεν κάνω ό,τι έκανε η Coco Chanel, αλλά κάνω αυτό που ΘΑ έκανε». Για τα επόμενα λεπτά, με τα σαπούνια στο κεφάλι σκέφτομαι με τα μάτια κλειστά τον σχεδιαστή του Super Cub και αν έκανε ό,τι έκανε ο Soichiro Honda ή αν έκανε αυτό που ΘΑ έκανε. Χέσε μέσα. Είπαμε να πάρουμε το νέο Cub για να θυμηθούμε τα παλιά και κοντεύουμε να τρελαθούμε.
Με ανοικτό κράνος, 30km/h και 2α, το Super Cub βολτάρει τόσο υπέροχα όσο ελάχιστα οχήματα. Εύκολο σχεδόν όσο ένα ποδήλατο και σίγουρα πολύ πιο ξεκούραστο, μπορεί να σε κάνει να κυκλοφορείς χωρίς λόγο ολόκληρο το βράδυ ή να πάρεις ρεπό μόνο και μόνο για να περάσεις μια ολόκληρη μέρα μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι σου. Στο οπτικό πεδίο δεν υπάρχουν ζελατίνες, πλαστικά και τεράστιες TFT οθόνες με ένδειξη για επερχόμενο τυφώνα στην Καλιφόρνια και άνοδο του δείκτη Nikkei στο Χρηματιστήριο του Τόκιο. Είσαι εσύ και ο δρόμος και τίποτα ενδιάμεσα.
Οχήματα, μουσική, αρχιτεκτονική, παραδοσιακή κουζίνα, αποστάγματα. Φορτώνω μεταμεσονύκτια χιλιόμετρα στο μίνιμαλ κοντεράκι λες και είμαι δεκαεξάχρονος που έχει μόλις αγοράσει μηχανάκι μέχρι που τελικά πείθω τον εαυτό μου ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια είμαι ένας δεκαεξάχρονος που μόλις έχει αγοράσει μηχανάκι. Αλλά δεν ήμουν ο μόνος που ένιωθα και πάλι πιτσιρικάς.
Κυκλοφορώντας-και φωτογραφίζοντας το Super Cub 125 για δύο εβδομάδες στη Ρόδο, το μόνο σίγουρο είναι ότι τραβάει τα βλέμματα και ξυπνάει αναμνήσεις. Άνθρωποι όλων των ηλικιών και εθνικοτήτων, είτε ήταν «χωμένοι» στα μηχανάκια είτε όχι, πλησίαζαν, έβλεπαν, περιεργαζόντουσαν και εν τέλει μοιραζόντουσαν γνώμες και ιστορίες από άλλες δεκαετίες, με πρωταγωνιστές τους ίδιους και ένα Cub. Πεντάλεπτοι μονόλογοι και ύστερα ατάκες του στυλ «α ρε νιάτα»...
Χάνομαι σε στενάκια από τα οποία έχω να περάσω χρόνια, την ώρα που κάνω εσωτερικές συζητήσεις για όλους αυτούς τους γλυκούς προβληματισμούς που πάντοτε πυροδοτούν ωραίες συζητήσεις με φίλους. Πως πρέπει να είναι ένα cub του 2019; Πως πρέπει να είναι άραγε το σύγχρονο rock n roll-ένα ξεπατίκωμα του παλιού ή κάτι που ταιριάζει στη σημερινή νεολαία με τα δικά της αδιέξοδα και τις δικές της ανάγκες; Είναι πραγματικά café racer κάτι αερόψυκτα με 15 ίππους ή είδαν φώς και μπήκαν; Το τσίπουρο μπορεί να παλαιώνεται και να μπαίνει σε γυαλιστερό μπουκάλι ή πρέπει να είναι χύμα, φτηνό και αμφιβόλου ποιότητας; Τέσσερα χιλιάρικα, ε; Πολλά για παπί αλλά «ok» για scooter; Τα ρεμπέτικα του Μυστακίδη με τη «τσιμπιτή» κιθάρα πως κατάφεραν να ξαναβγάλουν στο προσκήνιο τραγούδια δεκαετιών που ούτε στο youtube δεν τα υπήρχαν; Κατσικάκι στη γάστρα ή black angus; Ποιοτικό ξινόμαυρο (Νάουσας) και αγιοργίτικο (Νεμέας) ή βάζουμε το χέρι στη τσέπη μόνο για γαλλικό και ιταλικό αμπελώνα; Τα electro blues του Μuddy Waters και του Howlin Wolf πως να φάνηκαν άραγε στο φανατικό κοινό του τότε (αυτό που σε κάθε απόκλιση πετάγεται σαν την Ελένη Λουκά και φωνάζει «ναι αλλα δεν είναι σαν το παλιό» και κουνάει το δάκτυλο επικριτικά); Πότε είναι αποτέλεσμα marketing, πότε γίνεται μόδα, πότε έχει νόημα ύπαρξης; Πότε είναι ξεπατίκωμα και πότε έχει πραγματικά να δώσει κάτι; Είναι ένας τρόπος να ξανασυστήσεις κάτι που άξιζε και σιγά - σιγά γίνεται ξεπερασμένο ή είναι μια αδυναμία να ξεπεράσεις ή ακόμα χειρότερα να ξαναδημιουργήσεις κάτι που μπορεί να θεωρηθεί σταθμός; Γαμώτο, πάλι έφαγα το μισό κείμενο γράφοντας περί ανέμων και υδάτων.
Πάμε πάλι.
Το Super Cub 125 πρωτοεμφανίστηκε στην Έκθεση του Τόκιο το 2017 από τη μαμά εταιρεία η οποία θέλησε να γιορτάσει την παραγωγή 100.000.000 cub τις τελευταίες έξι δεκαετίες αλλά μάλλον (της) άρεσε τόσο πολύ που αποφάσισε να το βγάλει σε ευρεία παραγωγή, οπότε πριν από λίγους μήνες έφτασε και στη χώρα μας.
Ανεβαίνοντας (ή μάλλον, με τη σέλα στα 780mm από το έδαφος το σωστό ρήμα είναι το «κάθομαι»), η λέξη οικειότητα κυριαρχεί. Τυπικό Honda, καταφέρνει όπως πάντα να σε κάνει να αισθάνεσαι ότι το οδηγάς χρόνια. Η ποιότητα κατασκευής είναι παρόμοια με αυτή μιας πολυτελούς μοτοσυκλέτας. Τέλεια εφαρμογή πλαστικών, χωρίς τριξίματα, τριγύρω καλαίσθητες χρωμιωμένες λεπτομέρειες που το κάνουν ακόμα πιο όμορφο σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, προσεγμένες ραφές στη σέλα, LED λυχνίες σε προβολέα, φλας και πίσω φανάρι, ακριβή μεταλλική βαφή-προσωπικά η μπλε έκδοση της δοκιμής είναι και η πιο όμορφη, χυτές αλουμινένιες ζάντες, LCD οθόνη, keyless κλειδαριά με συναγερμό και immobilizer, ποιοτικά κουμπάκια για να ανοίγει η σέλα για τον ανεφοδιασμό αλλά και το καπάκι για τα χαρτιά. Το C125 αποπνέει έναν αέρα πολυτέλειας που δεν μας έχει συνηθίσει ποτέ ξανά κανένα παπί, ενώ θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι κυκλοφορούν πολλές μοτοσυκλέτες μεσαίου και μεγάλου κυβισμού με χειρότερη ποιότητα κατασκευής.
Δύσκολα μπορείς να το φανταστείς «πετσoκομένο» bobber, πόσο μάλλον με αμφιβόλου ποιότητας after market αξεσουάρ ή με κουτί διανομής, να στριμώχνεται ανάμεσα σε αυτοκίνητα. Το Honda Super Cub 125 έχει δημιουργηθεί για μεταμεσονύκτια οδήγηση στους δρόμους της πόλης που επιτέλους ηρεμεί ή για βόλτες σε επαρχιακές διαδρομές, θυμίζοντας μας τα πρώτα χιλιόμετρα, τότε που η απουσία πολλών κυβικών δεν αποτελούσε εμπόδιο στο να γεμίζουμε χιλιομετρητές και να αδειάζουμε ρεζερβουάρ (και μιας και μιλήσαμε για ντεπόζιτα ας πουμε και για την εκπληκτική οικονομία καυσίμου του C125, αφού μετρήσαμε 2 με 2,5lt (αναλόγως της χρήσης) για κάθε 100km. Έχεις κάνει καμιά 150αριά χιλιόμετρα σερί, σταματάς στο βενζινάδικο, λες στον υπάλληλο «γέμισε το», και μέσα σε μισό λεπτό έχει πετάξει τα δύο-τρία λίτρα που έκαψε σε όλη αυτή τη διαδρομή. Blink and you ‘ll miss it!).
Όχι ότι δεν τα καταφέρνει εξαιρετικά σε πυκνή κίνηση αλλά σου δίνει την εντύπωση ενός οχήματος το οποίο έχει να κάνει με τη δημιουργία ωραίων στιγμών παρά να το έχεις για «χαμάλη» -θα κάνει τις καθημερινές αγγαρείες με μεγάλη ευκολία για να μην τρως τσάμπα λάστιχο και τακάκια στο «μεγάλο». Πιο εύκολα όμως φαντάζεσαι να το καβαλάει κάποιος 35-50χρ., με μοτοσυκλετιστικό μπουφάν και κράνος που υποδηλώνουν μεγάλη μοτοσυκλέτα-που δεν έχει να αποδείξει τίποτα ούτε στους άλλους ούτε στον εαυτό του, παρά κάποιος τσιτωμένος πιτσιρικάς να κάνει σφήνες και να ανεβο-κατεβαίνει πεζοδρόμια.
Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς οδηγώντας το είναι αυτή της ηρεμίας, της ισορροπίας, της αρμονίας, με τον αερόψυκτο, διβάλβιβο μονοκύλινδρο κινητήρα να δίνει την εντύπωση ότι είναι ο πιο αθόρυβος κινητήρας εσωτερικής καύσης στον πλανήτη. Εμπνέει επιστοσύνη τόσο σε πυκνή κίνηση όσο και κοντά στην τελική του, σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Σε επαρχιακούς δρόμους (κάναμε περίπου 400km σε τέτοιες διαδρομές για να θυμηθούμε τα παλιά) όπου συνήθως συναντάς παρέες με μεγάλες μοτοσυκλέτες, η ομοιογένεια του συνόλου, το χαμηλό βάρος (109kg πλήρες υγρών) και η ψηλή ποιότητα κύλισης σε κάνει να το οδηγάς με φόρα-χωρίς πολλά φρένα, κατεβάσματα και υστερικές αλλαγές σχέσεων στα κόκκινα.
Η ναυαρχίδα της Honda (ας μας συγχωρέσουν τα επίσης θρυλικά Fireblade και Africa Twin αλλά αυτό το μοντέλο αξίζει την πιο περίοπτη θέση στη βιτρίνα κάθε αντιπροσωπείας της) γεμίζει τον χώρο απλά και μόνο με την παρουσία της. Δεν έχει να αποδείξει τίποτα και δεν έχει να πείσει κανέναν. Σου δίνει την εντύπωση ότι η μαμά εταιρεία το κυκλοφόρησε όχι για να πουλήσει μοτοσυκλέτες αλλά «τρέλα» και πρεστίζ, σαν να μην ήθελε ένα ξεπατίκωμα ή μια σίγουρη λύση αλλά να τραβήξει όσο πιο μακριά μπορούσε αυτό το κόνσεπτ. Θα έλεγε κανείς ότι η επιλογή του μονόσελου αλλά και της εξαιρετικής ποιότητας κατασκευής που εκτοξεύει στο κόστος στα 4 χιλιάδες ευρώ έχει να κάνει με έναν λόγο: επειδή...μπορεί. Ήθελε να παρουσιάσει ένα μοντέλο για την πάρτη της και να γιορτάσει το ιστορικότερο δημιούργημα της. Τόσο το κοστολογεί, έτσι το φαντάστηκε και έτσι το παρουσιάζει. Αν κάποιος δεν κολλάει στον ψεκασμό, στις χυτές ζάντες, στο μονόσελο ή στο υψηλό κόστος αγοράς, για τη Honda έχει καλώς-διαφορετικά, υπάρχουν αρκετές άλλες επιλογές. Το Honda Super Cub 125 είναι σαν τον γιό ενός διάσημου αθλητή ή μουσικού που ασχολείται με το ίδιο πράγμα αλλά δεν ζει στη σκια του διάσημου πατέρα του και δεν ενδιαφέρεται για γνώμες του στυλ «ναι αλλα σαν τον πατέρα του δεν είναι».
Είναι ένα «κανονικό» μοντέλο στη γκάμα της Honda αλλά δίνει την αίσθηση του επετειακού και του συλλεκτικου. Αρνείται να γίνει και να θεωρηθεί ο συνεχιστής εκείνου, του πρώτου μοντέλου, αλλά κυρίως το παπί που θα κονταροκτυπηθεί με τον ανταγωνισμό-για αυτά υπάρχουν το «μοτοσυκλετάδικο» GTR και το οικονομικό Astrea. Το νέο Cub δεν έχει να συγκριθεί με κάποιο άλλο μοντέλο της κατηγορίας γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει καμία άλλη εταιρεία η οποία να κυκλοφορεί ένα «εορταστικό» μοντέλο, για ένα όχημα το οποίο έχει πετύχει τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία των 2 ή 4 τροχών και ίδρυσε μια κατηγορία η οποία αποτέλεσε και αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της μοτοσυκλέτας.
Είναι εύκολο όσο ένα «κανονικό» παπί, μόνο που αυτό το παρκάρεις στα δέκα μέτρα για να το χαζεύεις ενώ τα άλλα όχι.
Μάλλον κάπως έτσι θα το έκανε και ο γερο-Soichiro, ένα από τα πιο φωτεινά μυαλά της χώρας που όταν ακούς για αυτή, σκέφτεσαι δύο φαινομενικά αντικρουόμενες λέξεις: παράδοση και τεχνολογία.
HONDA SUPER CUB 125 | https://hondacubs.gr/cubs/super-cub/ |
ΤΙΜΗ (€): | 3.990 |
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ | ΜΟΝΟΚΥΛΙΝΔΡΟΣ, ΑΕΡΟΨΥΚΤΟΣ, 1ΕΕΚ, 2B/K |
ΚΥΒΙΣΜΟΣ (cc) | 125 |
ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ x ΔΙΑΔΡΟΜΗ (mm) | 52,4 x 57,9 |
ΣΥΜΠΙΕΣΗ | 9,3 |
ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ | 1 ΣΕ 1 |
ΕΚΚΙΝΗΣΗ | ΜΙΖΑ |
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ | |
ΙΣΧΥΣ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ (hp/rpm) | 10/7.500 |
ΡΟΠΗ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ (kgm/rpm) | 1,06/5.000 |
ΒΑΡΟΣ (kg) | 109 (με υγρά) |
ΥΨΟΣ ΣΕΛΑΣ (mm) | 780 |
ΜΗΚΟΣ (mm) | 1.915 |
ΠΛΑΤΟΣ (mm) | 720 |
ΜΕΤΑΞΟΝΙΟ (mm) | 1.245 |
ΙΧΝΟΣ(mm) | 71 |
ΚΑΣΤΕΡ(o) | 26,5 |
ΕΛΑΣΤΙΚΑ | |
ΜΠΡΟΣΤΑ: | 70/90-17 |
ΠΙΣΩ: | 80/90-17 |
ΠΛΑΙΣΙΟ: | ΑΤΣΑΛΙΝΟ ΜΟΝΗΣ ΡΑΧΟΚΟΚΑΛΙΑΣ |
ΨΑΛΙΔΙ: | ΑΤΣΑΛΙΝΟ |
ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΕΜΠΡΟΣ | ΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΠΙΡΟΥΝΙ ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ 27 mm ΔΙΑΔΡΟΜΗ 100mm |
ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΠΙΣΩ | ΔΥΟ ΑΜΟΡΤΙΣΕΡ ΔΙΑΔΡΟΜΗ 84mm |
ΦΡΕΝΟ ΕΜΠΡΟΣ | ΔΙΣΚΟΦΡΕΝΟ 220mm ΔΑΓΚΑΝΑ 1 ΕΜΒΟΛΟΥ ΑBS |
ΦΡΕΝΟ ΠΙΣΩ | ΤΑΜΠΟΥΡΟ 130mm |
ΡΕΖΕΡΒΟΥΑΡ | 3,7 ΛΙΤΡΑ |
ΜΕΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (lt/100km/h) | 2,3 ΛΙΤΡΑ |
Ακολουθήστε το 2WO.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για την μοτοσυκλέτα από την Ελλάδα και τον κόσμο.