Γράφει ο Ηλίας Μπόσμος // 22.12.2023
Το δικύλινδρο cruiser αποτελεί μια ακόμα δήλωση της Royal Enfield ότι μπορεί να κάνει το επόμενο βήμα και να παρουσιάσει μια σύγχρονη μοτοσυκλέτα, συνδυάζοντας το ένδοξο παρελθόν με το μέλλον και όλα αυτά με μια δελεαστική σχέση τιμής και απόδοσης και τριετή εγγύηση
Φωτογραφίες: Κώστας Αφαντενός
Η ιστορία της Royal Enfield (τουλάχιστον κατά τις πρώτες δεκαετίες) μοιάζει αρκετά με αυτή των περισσοτέρων βρετανικών εργοστασίων. Αρχές του 20ου αιώνα μεταπηδάει από τα ποδήλατα στις μοτοσυκλέτες. Αρχίζει να συμμετέχει στο Isle of Man TT και το Brooklands, να κατασκευάζει πολιτικές αλλά και στρατιωτικές μοτοσυκλέτες κατά τον Α Π.Π., να γνωρίζει την οικονομική ύφεση εξαιτίας του Οικονομικού Κραχ του ’29 και να ξανακατασκευάζει στρατιωτικές μοτοσυκλέτες κατά τον Β ΠΠ.
Μεταπολεμικά, ξεκινά την παραγωγή δύο μονοκύλινδρων μοντέλων, στα 350 και 500cc. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950, η παραγωγή των Bullet μετακομίζει στην Ινδία, αφού η ινδική κυβέρνηση θέλει μια μοτοσυκλέτα για περιπολίες και φύλαξη των συνόρων της. Το εργοστάσιο στην Αγγλία πωλείται στη NVT (Norton-Triumph-Villiers). Η αγγλική Enfield πέφτει (και αυτή) θύμα της ιαπωνικής επέλασης και σταματάει την παραγωγή της, αρχές της δεκαετίας του ’70, με το εργοστάσιο της ινδικής Enfield να συνεχίζει να κατασκευάζει τα Bullet 350 και 500, μαζί με άλλα μοντέλα, κυρίως για την τεράστια, εγχώρια αγορά.
Τέλη της δεκαετίας του ’80, η Bullet αρχίζει να εισάγεται στην Αγγλία ενώ το 1994, ο τεράστιος οικονομικός κολοσσός Eicher εξαγοραζει την Enfield India.
Αυτά τα λίγα για την ιστορία της, πάμε στο σήμερα λοιπόν.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, στο άκουσμα της λέξης Enfield, οι περισσότεροι από εμάς σκεφτόμασταν τα πανέμορφα, μαντεμένια Bullet με την εξάτμιση «φασολάδα» και το λεβιέ ταχυτήτων στα δεξιά, ή ακόμα καλύτερα τα τροποποιημένα ‘six days’ με τα χωμάτινα λάστιχα και την ίσια, τοποθετημένη ψηλά, εξάτμιση. Μοτοσυκλέτες δηλαδή που φέρνουν περισσότερο σε barn find παρά σε μοντέλο που αγοράζεις από αντιπροσωπεία. Κάτι δηλαδή που θα ήθελες να έχεις στο γκαράζ σου αν μπορούσες να έχεις πέντε-έξι μοτοσυκλέτες αλλά σίγουρα δεν θα προτιμούσες αν ήταν η μια και μοναδική.
Τα τελευταία χρόνια όμως, η ινδική εταιρεία τραβάει την προσοχή μας όλο και περισσότερο. Πότε με το Ηimalayan που παρόλο που ουσιαστικά ήταν ένα παλιάς κοπής και τεχνολογίας μικρό adventure, εντούτοις κατάφερε και βρήκε τη θέση του στον μοτοσυκλετιστικό κόσμο (πλέον με τον υγρόψυκτο κινητήρα των 450cc ανοίγουν νέοι ορίζοντες), με τις συνεργασίες με παγκοσμίας φήμης custom-άδες και builders (βλ. Roland Sands), αναβάτες εξέλιξης με βαρύ βιογραφικό, με τη δημιουργία καταστημάτων όπως αυτό στο Chelsea του Λονδίνου, τη «γιάφκα» στο Milwaukee-την πόλη συνώνυμο της Harley-Davidson, τις εξαγορές θρυλικών εταιρειών όπως η Harris Performance (η εταιρεία που συνέδεσε το όνομα της με τα πλαίσια των αγωνιστικών Yamaha TZ 250/350, των εργοστασιακών WSBK της Suzuki τέλη της δεκαετίας του ’90 κτλ και πλέον είναι υπεύθυνη και για την κατασκευή του πλαισίου στο Super Meteor) ή την είσοδο στην ηλεκροκίνηση με την επένδυση των 50εκατομμ. ευρώ για το 10% της Stark Future, της εταιρείας που παράγει ηλεκτρικά motocross 80hp και 110kg και πρόσφατα προσέλαβε τον έξι φορές παγκόσμιο πρωταθλητή FIM SuperEnduro, Taddy Blazusiak.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι μια μοτοσυκλετιστική παρέα θα μπορούσε να μιλάει με τις ώρες για την Royal Enfield σχετικά με το μέλλον-και αυτό μαρτυρά μια τεράστια δυναμική αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για μια εταιρεία 122 χρόνων συνεχούς παραγωγής, που όμως η εξέλιξη των μοντέλων της είχε μείνει για δεκαετίες στην κατάψυξη και απευθυνόταν σε ένα συγκεκριμένο, «νοσταλγικό» κοινό.
Βάζεις το κλειδί στον διακόπτη, ξεκλειδώνεις το τιμόνι και περνάς το πόδι πάνω από τη σέλα. Τυπικό cruiser, κάθεσαι χαμηλά και χωνευτά (ύψος σέλας στα 740mm). «Μπαμπάτσικα» γκριπ, χοντρές μανέτες, όχι κάτι που σε ξενίζει όταν βάζεις τα χέρια σου, αλλά δεν θα μπορούσες να τα φανταστείς σε μια γυμνή ή on-off μοτοσυκλέτα. Με τη μια γίνεται ξεκάθαρο ότι οι Ινδοί μελέτησαν τον ανταγωνισμό και δεν έβαλαν ό,τι βρήκαν πρώτο στο ράφι. Τιμόνι σχετικά ψηλά, όχι όμως σε υπερβολικό βαθμό, κοντά στον κορμό. Μίζα, το μοτέρ ξυπνάει, στροφάρει αργά αλλά πρόθυμα. V2 ήχος εξαιτίας των 270o. Σχεδιαστικά, κυρίως το κάτω μέρος, δεν θα μπορούσε να βροντοφωνάζει περισσότερο ότι σχεδιάστηκε στη Μεγάλη Βρετανία, πράγμα πολύ εύστοχο αφού σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν φάουλ στα «αδελφά» Continental GT και Interceptor, δύο μοτοσυκλέτες-ωδή στη μοτοσυκλετιστική κουλτούρα της Γηραιάς Αλβιώνας (τα οποία μαζί με το cruiser Super Meteor και το bobber Shotgun συμπληρώνουν την γκάμα των 650cc).
Κραδασμοί δεν υπάρχουν πουθενά. Δεν ξέρω αν περνάει το ¨ινσταγκραμικό τεστ¨ με το όρθιο κέρμα, πάντως εξαιτίας σέλας, γκριπ και λαστιχένιων μαρσπιέ, δεν αισθάνεσαι να σε διαπερνά κάποια δόνηση σε κανένα φάσμα στροφών. Η αριστερή παλάμη τραβάει τη μανέτα-μαλακή, σκέφτεσαι ότι θα μπορούσες να μπλέξεις στην κίνηση χωρίς να πάθεις τενοντίτιδα. Τη σηκώνεις από το πλαινό στάντ. «Τα έχει τα κιλάκια της», λες από μέσα σου, όμως επειδή πατάς κάτω και με τα γόνατα-που λέει ο λόγος, δεν σε ανησυχεί. Το πόδι ψάχνει το μαρσπιέ και το λεβιέ, μάταια όμως, οπότε χαμηλώνεις το βλέμμα για να δεις που είναι. Cruiser…αφού.
Σπρώχνεις με δύναμη το πόδι σου, περιμένοντας τον ήχο λες και χτυπάς κάποιο σφυρί σε αμόνι. Η λυχνία της νεκράς σβήνει και στο κοντεράκι γράφει τον αριθμό ¨1¨. Την πρώτη φορά μπερδεύεσαι, δεν μπορείς να πιστέψεις ότι το κιβώτιο είναι τελείως αθόρυβο-λες «αποκλείεται να την πήρε». Την εβδομάδα που κυκλοφορούσα με το Super Meteor 650 (όπως και την προηγούμενη με το Interceptor 650), δεκάδες φορές σκέφτηκα πόσο σαφές, μαλακό, αθόρυβο, «βουτυράτο» και τελικά εξαιρετικό σαζμάν έφτιαξαν οι Ινδοί, την ώρα που πολλές μοτοσυκλέτες με «βαριά» λογότυπα στα ρεζερβουάρ πετάνε ταχύτητες, βγάζουν μεταλλικούς θορύβους και σε αναγκάζουν να χορεύεις κλακέτες για να βρεις νεκρά.
Το γκάζι περιστρέφεται και το Super Meteor αρχίζει να επιταχύνει πρόθυμα. Η ροπή από χαμηλά είναι εμφανής ενώ παρόλο που είναι μια μοτοσυκλέτα Α2 (με απόδοση 47hp και 5.3 kgm ροπής), δείχνει πιο δυνατή εξαιτίας των κυβικών. Η επιτάχυνση μέχρι τα 100km/h περίπου είναι τουλάχιστον ικανοποιητική, για να συνεχίσει να ανεβάζει αξιοπρεπώς μέχρι τα 150km/h. Όμως γρήγορα καταλαβαίνει κανείς ότι βρίσκεται εκτός πεδίου χρήσης, αφού το Super Meteor προτείνει άλλο στυλ οδήγησης-παρόλο που και σε αυτά τα χιλιόμετρα είναι ακλόνητο.
Ο κινητήρας είναι ελαστικός και ροπάτος, χωρίς σκορτσαρίσματα και τρύπες στην απόδοση και σε συνδυασμό με τον μαλακό συμπλέκτη, τον καλορυθμισμένο ψεκασμό της Bosch και το εξάρι κιβώτιο ταχυτήτων-σκέτο «λουκούμι», δημιουργούν ένα σύνολο που χαρακτηρίζεται από φιλικότητα και χρηστικότητα. Τίποτα από τα παραπάνω δεν χαλάει το ζεν του αναβάτη, είτε αυτός πηγαίνει στη δουλειά του, είτε ρεμβάζει σε κάποιον επαρχιακό.
Στην πόλη κινείται απροβλημάτιστα αφού μάθεις τα περιθώρια του τιμονιού, των μαρσπιέ και των δύο εξατμίσεων (που είναι τοποθετημένες εκατέρωθεν), όμως και πάλι πιάνεις τον εαυτό σου να μη σε νοιάζει και τόσο να κάνεις το σλάλομ που θα σε έβγαζε μπροστά στο φανάρι-ακόμα και στο commuting σε πείθει ότι πηγαίνεις μια ωραία, χαλαρή βόλτα. Πάντως ναι, θα μπορούσε να είναι ένας καθημερινός είλωτας χωρίς να σιχτιρίζεις.
Αν έπρεπε όμως να πούμε το πραγματικό πεδίο χρήσης του Super Meteor 650, αυτό θα ήταν οι ημερήσιες και ολιγοήμερες εκδρομές. Σε μια άδεια παραλιακή βολτάρει εξαιρετικά με 80-100km/h, με σταθερό γκάζι και 6η ταχύτητα και σε κάνει να νιώθεις ότι θα μπορούσες να το κάνεις για πάντα. Ξεκούραστο cruising, χωρίς φρένα, προσπεράσεις και πολλή προσπάθεια. Χάνεσαι στις σκέψεις σου και εκείνο καταπίνει χιλιόμετρα, ενώ για να ξεπεράσει τα 5lt/100km θα πρέπει να πάθεις αγκύλωση στον καρπό. Όταν σιγά σιγά ο επαρχιακός αρχίζει να ανηφορίζει, δεν θα σε κάνει να μετανιώσεις που διάλεξες αυτή τη διαδρομή. Σίγουρα, με μεταξόνιο στα 1500mm και όλα τα περιφερειακά να φωνάζουν «βόλτα», κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα πει από μέσα του «τι ωραία, πάμε να στρίψουμε» όμως αν και όποτε χρειαστεί, μια χαρά θα πλαγιάσει με χάρη και θα κλείσει τη γραμμή του όσο πιέζεις το εσωτερικό γκριπ.
Στον τομέα των αναρτήσεων, μπροστά συναντάμε ένα ανεστραμμένο 43άρι πιρούνι της Showa χωρίς ρυθμίσεις, διαδρομής 120 mm, ενώ πίσω έχουμε δύο αμορτισέρ με διαδρομή 101mm, τα οποία ρυθμίζονται ως προς την προφόρτιση. Αμφότερα προσφέρουν εμπιστοσύνη στον αναβάτη, ενώ ειδικής μνείας αξίζουν τα αμορτισέρ τα οποία ξεφεύγουν από τα (χαμηλά) standards της κατηγορίας και δεν ταλαιπωρούν τον συνεπιβάτη στις λακκούβες-ο οποίος αν είχε και λίγο μεγαλύτερη σέλα, θα ήταν ακόμα πιο ευτυχισμένος στις εκδρομές.
Οι τροχοί είναι 19in μπροστά (100/90) και 16in πίσω (150/80), ντυμένοι με tubeless ελαστικά της CEAT. Μπροστά έχουμε ένα δισκόφρενο 320mm με διπίστονη δαγκάνα ενώ πίσω 300mm, με διπίστονη δαγκάνα της Bybre. Αμφότερα χαρακτηρίζονται από φιλική απόδοση και έλλειψη δυνατού αρχικού δαγκώματος και δεν θα τρομάξουν τον αναβάτη σε συνθήκες απότομου φρεναρίσματος. Μόνο με απότομο «τσαρούχωμα» του πίσω φρένου και αυτό σε ολισθηρό οδόστρωμα θα αισθανθεί κανείς το δικάναλο ABS να δουλεύει υπερωρίες.
Τα κλασικά όργανα διαθέτουν αναλογικό ταχύμετρο και ψηφιακή ένδειξη καυσίμου (θα τη θέλαμε περισσότερο ακριβή καθώς με λίγα λίτρα στο ρεζερβουάρ αγχώνει άδικα), σχέση κιβωτίου, μερικό και ολικό χιλιομετρητή και ρολόι. Το Super Meteor 650 διαθέτει το Tripper, το οποίο με απλό τρόπο συνδέεται μέσω Bluetooth σε smartphone για εύκολη πλοήγηση.
Το Super Meteor 650 είναι το πρώτο Royal Enfield με LED φώτα ενώ εξαιρετικά θετική εντύπωση προκαλεί η ποιότητα κατασκευής και το φινίρισμα που ταιριάζουν σε αρκετά ακριβότερη μοτοσυκλέτα.
Εν κατακλείδι, το Super Meteor είναι ένα ρετρό μεσαίων κυβικών cruiser το οποίο σχεδιάστηκε να είναι χρηστικό και ευκολοδήγητο. Δεν προσπαθεί να πείσει με τεχνολογία που δεν ταιριάζει στο ύφος της μοτοσυκλέτας (όπως riding modes), προτείνοντας μια κλασική (αλλά όχι παλαιομοδίτικη) εμπειρία.
Εξοπλισμός Αναβάτη: Moto Market
Κράνος: O’Neal DSRS Square V.22
Μπουφάν: Nordcode X-Cross
ROYAL ENFIELD SUPER METEOR 650 2023 | MUVUS Α.Ε. |
ΤΙΜΗ (€): | 7.690 |
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ | ΔΙΚΥΛΙΝΔΡΟΣ, ΣΕ ΣΕΙΡΑ ΑΕΡΟΕΛΑΙΟΨΥΚΤΟΣ, 4B/K |
ΚΥΒΙΣΜΟΣ (cc) | 648 |
ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ x ΔΙΑΔΡΟΜΗ (mm) | 78 x 67,8 |
ΣΥΜΠΙΕΣΗ | 9,5 |
ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ | 2 ΣΕ 2 |
ΕΚΚΙΝΗΣΗ | ΜΙΖΑ |
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ | |
ΙΣΧΥΣ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ (hp/rpm) | 47/7.250 |
ΡΟΠΗ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ (kgm/rpm) | 5,3/5.650 |
ΒΑΡΟΣ (kg) | 241 (με υγρά) |
ΥΨΟΣ ΣΕΛΑΣ (mm) | 740 |
ΜΗΚΟΣ (mm) | 2.260 |
ΠΛΑΤΟΣ (mm) | 890 |
ΜΕΤΑΞΟΝΙΟ (mm) | 1.500 |
ΙΧΝΟΣ(mm) | Δ.Α. |
ΚΑΣΤΕΡ(o) | Δ.Α. |
ΕΛΑΣΤΙΚΑ | |
ΜΠΡΟΣΤΑ: | 100/90-19 |
ΠΙΣΩ: | 150/80-16 |
ΠΛΑΙΣΙΟ: | ΧΑΛΥΒΔΙΝΟ ΡΑΧΟΚΟΚΑΛΙΑΣ |
ΨΑΛΙΔΙ: | ΧΑΛΥΒΔΙΝΟ |
ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΕΜΠΡΟΣ | ΑΝΕΣΤΡΑΜΜΕΝΟ ΠΙΡΟΥΝΙ SHOWA 43mm ΔΙΑΔΡΟΜΗ 120mm |
ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΠΙΣΩ | ΔΥΟ ΑΜΟΡΤΙΣΕΡ ΜΕ ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΗ ΠΡΟΦΟΡΤΙΣΗ ΕΛΑΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΗ 101mm |
ΦΡΕΝΟ ΕΜΠΡΟΣ | ΔΙΣΚΟΦΡΕΝ0 320mm, ΔΑΓΚΑΝΑ 2 ΕΜΒΟΛΩΝ ΑBS |
ΦΡΕΝΟ ΠΙΣΩ | ΔΙΣΚΟΦΡΕΝΟ 300mm, ΔΑΓΚΑΝΑ 1 ΕΜΒΟΛΟΥ ΑBS |
ΡΕΖΕΡΒΟΥΑΡ | 15,7 ΛΙΤΡΑ |
ΜΕΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (lt/100km/h) | 4,5 ΛΙΤΡΑ |
Ακολουθήστε το 2WO.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για την μοτοσυκλέτα από την Ελλάδα και τον κόσμο.